- υδρομηχανική
- su mekaniği
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υδρομηχανική — η, Ν φυσ. βλ. υδρομηχανικός … Dictionary of Greek
υδρομηχανική — η η επιστήμη που μελετά τα φαινόμενα της ισορροπίας και της κίνησης των υγρών και κυρίως του νερού, η μηχανική των υγρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρομηχανικός — ή, ό, Ν 1. (για όργανο ή συσκευή) αυτός στον οποίο ένα υγρό, συνήθως νερό, χρησιμοποιείται ως μέσο μετάδοσης δύναμης ή κίνησης 2. το θηλ. ως ουσ. η υδρομηχανική φυσ. η μηχανική τών ρευστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydromechanic (<… … Dictionary of Greek